- εἰλικρινῶς
- εἰλικρινήςunmixedadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἱλικρινῶς — εἰλικρινῶς , εἰλικρινής unmixed adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθορκώ — ἀληθορκῶ ( έω) (Α) ορκίζομαι ειλικρινώς (είναι το αντίθετο τού ψευδορκῶ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + ορκῶ ( έω) (< ὅρκος) αναλογικός σχηματισμός κατά τα: εὐορκῶ ( έω) < εὔορκος, ψευδορκῶ ( έω) < ψεύδορκος] … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
ՅՍՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0377 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. καθαρός purus, nitidus, limpidus ἁπηλλάγμενος purgatus καθεστηκός insidens εἱλικρινός distintus, sincerus. (որպէս թէ՝ ցտակ կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅՍՏԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0377 Chronological Sequence: 9c, 10c, 11c, 12c, 14c ՅՍՏԱԿ. մ. ՅՍՏԱԿԱԲԱՐ. καθαρῶς, εἱλικρινῶς pure, nitide եւն. Յստակութեամբ. պարզապէս. պայծառապէս. յայտնապէս. սրբութեամբ, անխառն ʼի ներհակաց. *Որ առողջ են տեսանելեօք, յստակ հային… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)